- τραχυσμός
- ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. τρηχυσμός Α [τραχύνω]τράχυνση, σκλήρυνση, τραχύτητα («διὰ ζύσιν ἢ τρηχυσμὸν τοῡ ἐντέρου», Ιπποκρ.)
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραχυσμός — a roughening masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχυσμοῖς — τραχυσμός a roughening masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχυσμούς — τραχυσμός a roughening masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχυσμόν — τραχυσμός a roughening masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχυσμός — ὁ, Α ιων. τ. βλ. τραχυσμός … Dictionary of Greek